Ηχολαλία και άτυπη γλώσσα στον αυτισμό της Μαρίας Ζαφείρη

Η διαταραχή του φάσματος αυτισμού με βάση τη σύγχρονη θεώρηση και τα  πρόσφατα βιβλιογραφικά δεδομένα  παραπέμπει σε μία διαταραχή που αφορά στον τρόπο εξέλιξης του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος. Τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τα άτομα που εντάσσονται στο φάσμα του αυτισμού σχετίζονται με τους περιορισμούς και τη μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία καθώς επίσης, σχετίζονται με την περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά. Τα άτομα που εντάσσονται σε διαταραχή του φάσματος αυτισμού  χαρακτηρίζονται από έντονη ανομοιογένεια και μπορούν να καταταχθούν σε δύο γενικές κατηγορίες εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει  τα άτομα με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει τα άτομα με αυτισμό χαμηλής λειτουργικότητας αυτισμό. Βασική ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών είναι πως τα άτομα στην πρώτη περίπτωση δεν χαρακτηρίζονται από καθυστέρηση στη γνωστική ανάπτυξη και τη γλώσσα. Συνεπεία θελήματα τους εντοπίζονται στην κοινωνική αλληλεπίδραση, την επικοινωνία και τα περιορισμένα ενδιαφέροντα.

Αναφορικά με την άτυπη γλώσσα των παιδιών με αυτισμό θα πρέπει να παρατηρηθεί πως πρόκειται για ένα εμφανές σύμπτωμα το οποίο εντοπίζεται σε ποσοστό περίπου 50% στις περιπτώσεις των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με διαταραχή  φάσματος αυτισμού. Το σύμπτωμα αυτό συνδέεται με την έλλειψη ή  την επιβράδυνση στην ανάπτυξη του λόγου. Με άλλα λόγια,  συνδέεται με τα ελλείμματα που σχετίζονται τόσο με τη χρήση της γλώσσας ή με την παντελή έλλειψη λόγου. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα το γεγονός ότι πολλές περιπτώσεις παιδιών δυσκολεύονται να αξιοποιήσουν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας προκειμένου να διασφαλιστεί η αντιστάθμιση των γλωσσικών περιορισμών.

Τα παραπάνω δεδομένα έχουν ως αποτέλεσμα το παιδί με αυτισμό να οδηγείται στη μίμηση ήχων και εκφράσεων, τις οποίες επαναλαμβάνει χωρίς να έχουν λειτουργική αξία στο πλαίσιο της επικοινωνίας. Κατ’ επέκταση, διαπιστώνεται πως ο λόγος των ατόμων με αυτισμό χαρακτηρίζεται από μονοτονία ενώ παράλληλα, φαίνεται να είναι άχρωμος και μηχανικός. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί ακόμα ότι οι δυσκολίες επικοινωνίας δεν εντοπίζονται μόνο σε επίπεδο λόγου αλλά σχετίζονται και με τη δυσκολία να χρησιμοποιήσουν και να κατανοήσουν τη γλώσσα του σώματος.

Από την άλλη μεριά, αναφορικά με τον όρο ηχολαλία θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ένας μεγάλος αριθμός παιδιών με αυτισμό δεν μιλούν αλλά είναι σε θέση να γνωρίζουν ή  να εκφέρουν περιστασιακά κάποιους απλούς ήχους. Στις περιπτώσεις των παιδιών που δεν  μιλούν γίνεται λόγος για ηχολαλία.  Πρόκειται δηλαδή για  την αυτολεξεί επανάληψη  λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι του κοινωνικού τους περίγυρου. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι φράσεις που επαναλαμβάνουν δεν είναι σχετικές με το πλαίσιο, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται πως δεν υπάρχει κάποια προφανή  επικοινωνιακή πρόθεση.

Ένα άλλο στοιχείο το οποίο θα πρέπει να επισημανθεί αναφορικά με την ηχολαλία είναι το γεγονός ότι αυτή μπορεί να είναι άμεση ή αργοπορημένη. Η άμεση ηχολαλία σημαίνει πως μόλις το παιδί ακούει μία φράση την επαναλαμβάνει κατευθείαν, ενώ στον αντίποδα η αργοπορημένη ηχολαλία σημαίνει πως το παιδί επαναλαμβάνει σε κάποια μελλοντική στιγμή κάτι που έχει ακούσει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ηχολαλίας είναι η σταθερή επανάληψη φράσεων που  έχει ακούσει το παιδί λόγου χάρη από κάποιο κινούμενο σχέδιο. Με άλλα λόγια, η ηχολαλία συνιστά απόρροια της δυσκολίας που παρουσιάζουν τα παιδιά με αυτισμό να κατανοήσουν τον λόγο και παράλληλα να τον αντιληφθούν, ώστε στη συνέχεια να μπορέσουν να τον αξιοποιήσουν  με τρόπο λειτουργικό για να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν με τον κοινωνικό περίγυρο.

 

Μαρία Ζαφείρη

Φιλόλογος – Ειδική Παιδαγωγός