«Ο Ι. Ν. της Αγίας Τριάδος Κύμης» του Δημήτριου Πέππα

Με μια ματιά στη σελίδα Κούμη Ιστορίες Ανάκατες η καρδιά και η μνήμη όλων μας ταξιδεύει στην ιστορία του Ι. Ν. της Αγίας Τριάδος Κύμης μέσα από το εξαιρετικό κείμενο του κυρίου Δημήτριου Πέππα το οποίο συνοδεύεται και από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
« Με την ευκαιρία της εορτής της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος, θεωρώ σκόπιμο να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στην ιστορία αυτού του Ναού.
Στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο Ναός υπήρχε άλλος μικρότερος που πρέπει να κτίστηκε τη 10ετία του 1830. Σ’ αυτό οδηγούν η μαρμάρινη αγία Τράπεζα (1835) και οι περισσότερες εικόνες του τέμπλου (1833) φιλοτεχνημένες από τον ίδιο καλλιτέχνη, τον μοναχό Βενιαμίν Γαλατσιάνο. Αυτό το τελευταίο οδηγεί τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι και το τέμπλο πρέπει να είναι της ίδιας εποχής ή και παλαιότερο και οι εικόνες να προσαρμόστηκαν στα κενά του.
Ένα άλλο σοβαρό στοιχείο είναι η επιγραφή στο ασημένιο επικάλυμμα της εικόνας της Φιλοξενίας του Αβραάμ του τέμπλου (6 Σεπτεμβρίου 1817), καθώς και το όνομα του δωρητή και επιτρόπου Κων/νου Ιωάν. Αστέρη, της γνωστής οικογένειας προκρίτων και μετέπειτα οπλαρχηγών. Στην ίδια την εικόνα δεν υπάρχει χρονολογία ή υπογραφή, αρχαιολόγοι πάντως εκτιμούν ότι κάποια χαρακτηριστικά της παραπέμπουν στον 17ο αιώνα. Στο Ναό, εξ άλλου υπάρχουν και άλλες εικόνες του 16ου και του 17ου αιώνα.
Μετά από αυτά τα στοιχεία μπορεί κάποιος να υποθέσει βάσιμα ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε τρίτος, ακόμα παλαιότερος, Ναός από τις τελευταίες 10ετίες του 18ου αιώνα, όταν, κατά τις εκτιμήσεις των ιστορικών, ιδρύθηκε η νεώτερη Κύμη στη σημερινή της θέση, αρχής γενομένης από την περιοχή του σημερινού Ναού. Οι λατρευτικές ανάγκες, λοιπόν των οικιστών επέβαλαν την δημιουργία Ναού και νεκροταφείου στο κέντρο του νέου οικισμού. Το συμπέρασμα είναι ότι ο ναός είναι ο παλαιότερος ενοριακός της Κύμης.
Πέρα, όμως από τα παραπάνω κειμήλια στο Ναό υπάρχουν και άλλα νεότερης εποχής, όπως ο δεσποτικός θρόνος κατασκευής του 1868 και ο ξυλόγλυπτος Επιτάφιος του 1884.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εφημέριοι και οι επίτροποι φρόντισαν να διασώσουν το αρχείο του ναού, περίπου από το 1850, που περιλαμβάνει βιβλία (π.χ. Ταμείου από το 1876, γεννήσεων-βαπτίσεων, γάμων, θανάτων κλπ) και χιλιάδες έγγραφα, από τα οποία αναδύεται η ιστορία όχι μόνο του Ναού, αλλά και της πόλης ολόκληρης.
Ο παλαιός Ναός λειτούργησε μέχρι τις αρχές της 10ετίας του 1950, ενώ από το 1927 είχαν αρχίσει οι εργασίες οικοδόμησης νέου μεγαλύτερου έξω απ αυτόν, με την ευθύνη Ενοριακής Επιτροπείας με πρόεδρο τον Γεώργ. Δ. Πέππα. Έτσι το 1927 και το 1928 έγινε η εκσκαφή και το κτίσιμο των θεμελίων και άρχισε η τοιχοποιία του κυρίως Ναού.
Το 1929, όμως, λόγω έλλειψης χρημάτων, διακόπηκε η ανέγερση και αποφασίστηκε η μετασκευή του παλαιού ναού και η προσαρμογή του στα έτοιμα τμήματα του νέου. Τότε έγινε και η προσαρμογή του τέμπλου με προσθήκες στα δυο άκρα του. Από τα μέσα του 1929 και για ένα χρόνο περίπου, που διήρκεσαν οι εργασίες μετασκευής, ο Ναός δεν λειτουργούσε.
Το 1931 κατεδαφίστηκε και το παλιό κωδωνοστάσιο. Το κτίσιμο των περιστυλίων διήρκεσε από το 1931 μέχρι το 1934. Το 1936 ξεκίνησε μια προσπάθεια συνέχισης της ανοικοδόμησης, η οποία όμως διακόπηκε σύντομα λόγω του πολέμου και της κατοχής. Οι εργασίες άρχισαν ξανά το 1949 και ολοκληρώθηκαν το 1954, οπότε στις 22 Αυγούστου έγιναν τα εγκαίνια από τον Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου Ανανία. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ολοκλήρωση των εργασιών έγινε δυνατή κυρίως χάρις στα ποσά που συγκεντρώθηκαν από εράνους σε χρήματα και σε λάδι (στο αρχείο του Ναού υπάρχουν κατάλογοι με τα ονόματα πάνω από 1.000 δωρητών), καθώς και από λαχειοφόρο αγορά το 1952. Το 1961 κατασκευάστηκε η ταράτσα στη δυτική πλευρά, η οποία το 2021 αντικαταστάθηκε από ολοκληρωμένη κατασκευή, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο του αρχιτέκτονα Κων.Μπίρη.
Όπως είναι γνωστό, από την ίδρυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα (1835) και μέχρι τη 10ετία του 1940 οι Ναοί υπάγονταν στους Δήμους και τα Δημοτικά Συμβούλια διόριζαν τους εφημέριους και τους επιτρόπους και ήλεγχαν τα οικονομικά τους.
Από τα αρχεία του Ναού και τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ.Κυμαίων προκύπτει ότι ήταν ο μόνος ενοριακός Ναός της Κύμης που είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο εσόδων-εξόδων και μπορούσε να ασκεί κοινωνικό έργο (π.χ. λιθοστρώσεις δρόμων, συνδρομές, βοηθήματα σε απόρους, ναυαγούς, έξοδα κηδειών κλπ). Ό, τι απέμενε το Δ.Σ. υποχρέωνε την Επιτροπή να το “τοκοθετήση” και, επειδή δεν υπήρχαν τράπεζες τότε, γινόταν δανεισμός σε ιδιώτες με χρεωστικά ομόλογα, ιδιωτικές αποδείξεις ή επ’ ενεχύρω. Έτσι στα πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής των Ενοριακών Επιτροπών βλέπουμε ενέχυρα του τύπου “τέσσαρα αργυρά κοχλιάρια” ή “έναν σταυρόν μικρόν χρυσούν”.
Ας θυμηθούμε, όμως συνοπτικά και κάποια πρόσωπα που είναι γνωστά από το προσωπικό που υπηρέτησε το Ναό. Πρώτος γνωστός εφημέριος είναι ο π. Νικόλαος Γιαμαλής (1830-1886), προφανώς της οικογένειας Γιαμαλή, Σκυριανού, όπως και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Ζιγαβηνός. Μετά το θάνατό του ακολούθησε ο π.Σταμάτιος Αστέρης (1900-1939), προηγουμένως εφημέριος του ενοριακού Πρ.Ηλία.
Τον διαδέχθηκε, με μετάθεση από τη Λιαουτσάνισσα, ο π.Ιωάννης Γκρους, αργότερα αρχιμανδρίτης εκ χηρείας. Μετά την παραίτησή του για λόγους υγείας μετατέθηκε από την Παραλία ο π.Σταμάτιος Μπαφαλούκας (1962-1977), τον οποίο διαδέχθηκε ο σημερινός εφημέριος π.Ελευθέριος Σταμπέλος, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως. Επίσης, ενδιάμεσα και για μικρές χρονικές περιόδους, αναφέρονται και τα ονόματα των π.Αναστ.Μουρκουτά, π.Δημ.Σταύρου, π.Ε.Κανατούρη, π.Δημ.Οριώτη και άλλων.
Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε την ιδιαίτερη περίπτωση του π.Σταμ.Μπαφαλούκα ο οποίος εργάστηκε ως λαϊκός το 1934 κατά την ανοικοδόμηση του Ναού και από το 1936 μέχρι το 1940 ως αριστερός ψάλτης, ενώ το 1962 διορίστηκε εφημέριος.
(Περισσότερα στοιχεία σε υπό έκδοση βιβλίο με τα Αρχεία του Ναού)»
Δημήτριος Πέππας