Οι ορισμοί της δυσλεξίας υπό το πρίσμα των μοντέλων αιτιοπαθογένειας. Προβληματισμοί και διαπιστώσεις

Στο πέρασμα των χρόνων έχουν διατυπωθεί διαφορετικοί ορισμοί σχετικά με τη δυσλεξία. Κάποιοι από αυτούς τους ορισμούς παρουσιάζουν κοινά στοιχεία, ωστόσο, εντοπίζονται παράλληλα σημαντικές διαφοροποιήσεις, στοιχείο το οποίο είναι σημαντικό να εξεταστεί σε συνάρτηση με το μοντέλο ερμηνείας που υπαγορεύει τον εκάστοτε ορισμό. Η μονοπαραγοντική οπτική ερμηνείας της δυσλεξίας δεν μπορεί να αναδείξει σε όλο της το φάσμα τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της διαταραχής. Οι σύγχρονοι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ένα γνωστικό έλλειμμα, το οποίο οδηγεί στην εμφάνιση της δυσλεξίας αλλά εν γένει οι αναπτυξιακές διαταραχές δεν μπορούν να συνιστούν απόρροια ενός μόνο ελλείμματος. Με άλλα λόγια, το μονοπαραγοντικό μοντέλο ερμηνείας δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα συμπεριφορικά συμπτώματα σε όλες τις περιπτώσεις ατόμων με δυσλεξία.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί από τους ερευνητές υποδεικνύουν πως τα φωνολογικά ελλείμματα αποτελούν ένα βασικό χαρακτηριστικό των ατόμων με δυσλεξία. Το στοιχείο αυτό προσκρούει σε πολλούς περιορισμούς, καθώς όλα τα άτομα δεν παρουσιάζουν φωνολογικό έλλειμμα. Επιπρόσθετα, να παρατηρηθεί ότι το μονοπαραγοντικό μοντέλο δεν είναι σε θέση να αναδείξει και να ερμηνεύσει το φαινόμενο της συννοσηρότητας. Η δυσλεξία σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχει με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές και αυτό είναι σημαντικό να συνυπολογιστεί στη διαμόρφωση ενός ορισμού, καθώς συνεπάγεται ότι η κατανόηση των αναπτυξιακών διαταραχών απαιτεί τη συνεκτίμηση πολλαπλών γνωστικών παραγόντων, οι οποίοι διαμεσολαβούν και κατ’ επέκταση είναι σε θέση να αναδείξουν πιο πολυπρισματικά τα αίτια.
Οι αιτιολογικοί και γνωστικοί παράγοντες κινδύνου, που εντοπίζονται στην περίπτωση της δυσλεξίας είναι κοινοί και για άλλες διαταραχές. Συνεπώς, η συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών προτάσσει την ανάγκη πρόσθετων επεξηγήσεων. Το στοιχείο αυτό έρχεται σε αντίθεση με μελέτες που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν σε γνωστικό επίπεδο και οι οποίες αναζητούσαν ένα μοναδικό έλλειμμα για να ερμηνεύσουν την εμφάνιση της δυσλεξίας. Το στοιχείο αυτό αποτυπώθηκε και στους παλαιότερους ορισμούς, προσδίδοντας στις συνακόλουθες παρεμβάσεις μια μονοδιάσταση οπτική. Από την άλλη μεριά, τα δεδομένα των μελετών που πραγματοποιήθηκαν σε γενετικό επίπεδο υποδείκνυαν ότι η αιτιολογία της δυσλεξίας είναι γενετικά πολύπλοκη. Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει μόνο ένα γονίδιο που καθορίζει τη δυσλεξία αλλά πολλά γονίδια επενεργούν καθένα από τα οποία έχει μία μικρή συμβολή στην αιτιολογία της δυσλεξίας.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο προβληματισμού για τους ερευνητές, στην προσπάθεια αποσαφήνισης και οριοθέτησης της δυσλεξίας αφορά το κατά πόσο η διαδικασία της ανάγνωσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ηλικία και τον δείκτη νοημοσύνης του παιδιού. Η λογική που κρύβεται πίσω από τους ορισμούς που στηρίζονται στην απόκλιση σε σχέση με το νοητικό πηλίκο, σχετίζεται με το γεγονός ότι τα αίτια των δυσκολιών και της φτωχής ανάγνωσης μπορεί να διαφέρουν ανάμεσα στα άτομα με χαμηλό και στα άτομα με υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως ο δείκτης νοημοσύνης θέτει ένα όριο στα επιτεύγματα στους διάφορους τομείς και κατ’ επέκταση, τα παιδιά με χαμηλό δείκτη είναι πιθανό να παρουσιάζουν αναγνωστικές δυσκολίες, λόγω των γενικευμένων μαθησιακών δυσκολιών παρά εξαιτίας των προβλημάτων σε επίπεδο αποκωδικοποίησης.
Μαρία Ζαφείρη
Ειδικός Παιδαγωγός – Φιλόλογος.