«Ξεφορτώσου τα όλα…» Μια υπέροχη ιστορία από τον Χόρχε Μπουκάι!!

Δύο Βουδιστές μοναχοί είχαν αφήσει το μοναστήρι τους και κατευθύνονταν προς το διπλανό χωριό. Περπατούσαν μέσα στο δάσος για ώρες. Βγαίνοντας από ένα ξέφωτο και φτάνοντας στις όχθες ενός ποταμού αντίκρισαν μια νεαρή όμορφη κοπέλα να στέκεται δίπλα στα ορμητικά νερά και να κλαίει. Ο γηραιότερος από τους δύο, προχώρησε προς το μέρος της και σαν έφτασε πίσω της τη ρώτησε.
«Γιατί κλαις;»
Η κοπέλα στο άκουσμα της φωνής του γέρου πετάχτηκε σαν τρομαγμένο ζώο. Αντικρίζοντας τους δύο μοναχούς ηρέμησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μιας και θεώρησε πως δεν κινδυνεύει από τους δύο άντρες, αποκρίθηκε στην ερώτηση του ηλικιωμένου.«Ξεκίνησα από το διπλανό χωριό να πάω σε ένα γάμο. Ετοιμαζόμουν τόσες μέρες για αυτό. Έραψα το πιο καλό μου φόρεμα και τώρα πρέπει να περάσω μέσα από το ποτάμι ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Τα ρούχα μου θα καταστραφούν κι εγώ μάλλον μέχρι να φτάσω στο χωριό, σίγουρα θα έχω αρρωστήσει για τα καλά .. Δεν περίμενα να συναντήσω δυο μοναχούς μέσα στην ερημιά. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να με βοηθήσετε να περάσω απέναντι.»Ο νεαρός μοναχός, στο άκουσμα της παράκλησης της νεαρής κοπέλας, κοίταξε με τρόμο τον Δάσκαλο του. Οι οδηγίες του δόγματος ήταν σαφής. Οι μοναχοί απαγορεύονταν να αγγίζουν γυναίκες. Αυτή του η σκέψη, φρέναρε απότομα καθώς με έκπληξη άκουσε τον Δάσκαλο του να της λέει. «Θα σε βοηθήσουμε εμείς» Ο νεαρός μαθητής δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του μα πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τα λεγόμενα του Δασκάλου του, ο γέρος είχε πάρει στην αγκαλιά του την κοπέλα και προχωρούσε μέσα από τα ορμητικά νερά του ποταμού προς την απέναντι πλευρά .. Έκπληκτος αλλά και τσαντισμένος με την πρωτοβουλία του Δασκάλου του, άρχισε να τρέχει κι αυτός από πίσω τους ώστε να περάσει το ποτάμι. Μετά από λίγα λεπτά, είχαν φτάσει και οι τρεις απέναντι. Ο γέρος χωρίς να χρονοτριβήσει, άφησε απαλά την κοπέλα στο έδαφος την χαιρέτησε και της ευχήθηκε καλό ταξίδι. Κάνοντας ένα νεύμα στον μαθητή του έδωσε να καταλάβει πως ήταν ώρα να πηγαίνουν.
Ενα μήνα μετά οι δυο μοναχοί αφού είχαν περπατήσει για αρκετή ώρα αμίλητοι μέσα στο δάσος ο νεαρός γύρισε προς το Δάσκαλο του και τον ρώτησε με συννεφιασμένο βλέμμα στο πρόσωπο.
«Μεγάλε Δάσκαλε, γιατί το έκανες αυτό;»
Ο Δάσκαλος τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να περπατά με αργό βήμα.
«Εννοώ, πως μπόρεσες να παραβείς τον κανόνα και να πάρεις εκείνη την κοπέλα στα χέρια σου αφού ξέρεις πως απαγορεύεται;»
Ο γέρο Σοφός τον κοίταξε με συμπάθεια και του αποκρίθηκε.
«Η διαφορά είναι πως εγώ την κοπέλα την άφησα πίσω στο ποτάμι.Εσύ έπειτα από τόσο καιρό συνεχίζεις να την κουβαλάς μέσα σου.»
Αφιερωμένο σε όλους όσοι συνεχίζουν να «κουβαλούν» μέσα τους παλιές ιστορίες, πόνους, θλίψεις, οργή, μίση…Ιστορίες να σκεφτείς!!!